- αραβίδα
- (arabis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αρκτικών και εύκρατων περιοχών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για χνουδωτά φυτά με φύλλα ακέραια και άνθη λευκά, ροζ, μοβ ή γαλάζια. Ο καρπός είναι κέρας στενό και επίμηκες με σπέρματα πεπιεσμένα που φέρουν πτερύγιο. Μερικά από τα 80 είδη του γένους καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα. Στην Ελλάδα απαντώνται αυτοφυή 14 είδη, από τα οποία τα σπουδαιότερα είναι η α. η αδρότριχη, διετές ποώδες φυτό, με πολλές τρίχες και μικρά άνθη, που απαντάται σε όλη την Ελλάδα σε καλλιεργούμενα και ακαλλιέργητα εδάφη, η α. η λεία, που το χνούδι της περιορίζεται στη βάση του φυτού, τα άνθη της είναι ανοιχτοκίτρινα και απαντάται στις ορεινές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Επίσης η α. η Καυκάσια, πολυετές φυτό με λευκό χνούδι και μεγάλα, αρωματικά λευκά άνθη, που απαντάται στην αλπική και υποαλπική ζώνη των βουνών της Ελλάδας.
* * *ηελαφρό βραχύκανο τυφέκιο ή μουσκέτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβίς, θηλ. του Άραψ. Η χρήση της λ. με τη σημασία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι ιππείς κρεμούσαν το όπλο από τον αριστερό ώμο προς τη δεξιά πλευρά, όπως ακριβώς και οι Άραβες. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.